- μεγαλοῦχος
- μεγᾰλ-οῦχος, ον,A lordly, overweening,
βία B.16.23
(nisi leg. -αυχον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βία B.16.23
(nisi leg. -αυχον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλούχος — μεγαλοῡχος, ον (Α) κραταιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ουχος*] … Dictionary of Greek
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
μεγαλουχία — (Α) [μεγαλούχος] (κατά τον Ησύχ.) «μεγαλαυχία, ὑψηλοφροσύνη» … Dictionary of Greek